Από πολύ νωρίς, μπαίνοντας στον αθλητικό στίβο και μεγαλώνοντας μέσα σ’ αυτόν, άρχισε να με απασχολεί επίμονα η σχέση εξουσίας προπονητή-αθλητή.
Με εντυπωσίαζε πάντα αρνητικά, η λεκτική κακοποίηση-που παρατηρούσα δυστυχώς σε όλη την αθλητική μου πορεία-από την πλειοψηφία των προπονητών προς τους αθλητές τους∙ και αυτή η κακοποίηση περιελάμβανε όλη την ηλικιακή γκάμα των αθλητών… Στην αρχή σαν παιδί, μου φάνταζε δεδομένη, μέσα στην ‘λογική’ της εκπαίδευσης. Αργότερα, όταν ενηλικιώθηκα συνειδητοποίησα την ανηθικότητα της ‘λογικής’ αυτής και την απαγόρευα ρητά προς το πρόσωπο μου με συνοπτικές διαδικασίες
Τι νομιμοποιεί όμως, έναν προπονητή να φωνάζει βρίζοντας τον αθλητή του; Να τον μειώνει επιδεικτικά μπροστά σε όλους, να τον περιφρονεί, να τον ειρωνεύεται, να του λέει συστηματικά ψέματα; Τίποτα και κανείς. Απλά η ανοχή των αθλητικών παραγόντων – και όχι μόνο – του δίνει μια άτυπη άδεια να το κάνει. Ελάχιστοι προπονητές γνωρίζουν ότι η συνεργασία με αθλητές κάθε ηλικίας σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει πάντα μια παιδαγωγική προσέγγιση προς αυτούς, ακόμα και αν είναι ενήλικες. Ο προπονητής είναι ο ‘ηγέτης’ μιας ομάδας, πρέπει να καθοδηγεί, να δίνει το παράδειγμα, να εμπνέει και να διατηρεί ισορροπίες. Αυτό προϋποθέτει συναισθηματική νοημοσύνη ενηλίκου, βεβαίως. Γιατί αν συμβαίνει το αντίθετο, τότε μοιραία λειτουργεί εγωκεντρικά όπως ένα μικρό παιδί, αδιαφορεί για τα μέλη της ομάδας του, τους φέρεται βάναυσα και αυταρχικά, κρύβεται πίσω από το πέπλο της εξουσίας για να επιβληθεί και να νιώσει ηδονή, είναι ένας κουτσός συναισθηματικά άνθρωπος που προσπαθεί να βρει ταυτότητα μέσα από έναν τίτλο, κακοποιώντας όσους διαπιστώνει πως μπορεί να κακοποιήσει…
Για να διευθύνει κανείς μια ομάδα πρέπει να αφουγκράζεται τον καθένα ξεχωριστά ως μονάδα, να έχει ενσυναίσθηση, να γνωρίζει για το κίνητρο επάρκειας, να έχει διδαχτεί την προ-κοινωνική συμπεριφορά, να είναι ειλικρινής με τους αθλητές, να μπορεί να ζητά συγνώμη, να κάνει πάντα αυτοκριτική και διάλογο, να ξέρει να ακούει, να μπορεί να δένει τον κάθε ένα στο σύνολο και το μέγιστο μέλημά του είναι να προστατεύει όλους τους αθλητές του. Εν ολίγοις, να μην αφήνει κανέναν να νιώθει αόρατος ή παρείσακτος. Αυτός είναι ο ρόλος του προπονητή, να καταφέρει να κάνει τους αθλητές του να νιώθουν χρήσιμοι, να βοηθήσει να βρει το ρόλο του ο καθένας και να τον παροτρύνει να τον αναπτύξει. Μόνο τότε θα μεταμορφωθεί η ομάδα του.
Έπαιξα μπάσκετ περισσότερο από μια δεκαετία-συνολικά- και σε όλες τις ηλικιακές εκφάνσεις της ζωής μου. Πέρασα από εθνικές και τοπικές κατηγορίες, γνώρισα δεκάδες συναθλήτριες και άλλους τόσους προπονητές. Το καλύτερο μπάσκετ το έπαιξα με προπονητές που μπορεί να μην είχαν την αρτιότερη τεχνική κατάρτιση, ήταν ωστόσο σωστοί παιδαγωγοί. Αργότερα, συνειδητοποίησα από τον προπονητικό θώκο, ότι οι νεαροί αθλητές αποδίδουν και αυτοί καλύτερα όταν ξέρουν ότι ο προπονητής είναι πάντα δίπλα τους με αυθεντικότητα και σεβασμό.
Είναι ωριμότητα να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη μιας ήττας αντί να κοιτά να ρίξει το φταίξιμο στους άλλους και να αποφεύγει τη δημόσια κριτική/επίπληξη. Είναι γνησιότητα να είναι κοντά στον αθλητή και να τον στηρίζει ακόμα και στις άσχημες στιγμές. Είναι καλλιέργεια ψυχής να μη θυμώνει με το παραμικρό και να διαχειρίζεται ώριμα την οργή του και είναι γενναιοδωρία να μπορεί να πει μια καλή κουβέντα.
Νομίζω πως είναι επιβεβλημένο καθήκον των αθλητικών παραγόντων (και των γονέων των ανήλικων αθλητών) να απαγορεύουν στους προπονητές να κακοποιούν τους αθλητές. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα των αθλητών να μην επιτρέπουν τη λεκτική κακοποίηση από τους προπονητές τους, αντί να τη θεωρούν δεδομένη. Είναι καθήκον της πολιτείας να περνάει από ψυχολογική εκπαίδευση τους προπονητές, γιατί οφείλουν να είναι πέρα απ’ όλα, παιδαγωγοί. Ο ερασιτεχνικός αθλητισμός/πρωταθλητισμός προσφέρει το εξής προνόμιο, μπορεί να είναι ανθρώπινος όσο και εποικοδομητικός, ας μην το στερούμε αυτό από τους αθλητές.
Σοφία Ξυγαλά, Πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας